- ξηροτριβία
- ξηρο-τριβία, ἡ, das trockne Reiben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξηροτριβία — ξηροτριβίᾱ , ξηροτριβία dry rubbing fem nom/voc/acc dual ξηροτριβίᾱ , ξηροτριβία dry rubbing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτριβίᾳ — ξηροτριβίᾱͅ , ξηροτριβία dry rubbing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτριβία — ξηροτριβία, ἡ (Α) [ξηροτριβώ] εντριβή που γίνεται χωρίς τη χρήση λαδιού ή άλλου ελαιώδους υγρού, ξηρό τρίψιμο («αἱ ξηροτριβίαι στερεὰν τὴν σάρκα παρασκευάζουσιν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ξηροτριβίαι — ξηροτριβίᾱͅ , ξηροτριβία dry rubbing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτριβίαν — ξηροτριβίᾱν , ξηροτριβία dry rubbing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτριβίαις — ξηροτριβία dry rubbing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)